ρεμούλα

ρεμούλα
η
(λ. ιταλ.), διαρπαγή, λεηλασία: Γρήγορα κατάλαβε πως στο κατάστημά του γινόταν ρεμούλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρεμούλα — και ριμούλα, η, Ν 1. αρπαγή, λεηλασία ξένης περιουσίας με βίαιο τρόπο 2. υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων τού δημοσίου από δημόσιο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimula «ρήγμα»] …   Dictionary of Greek

  • ριμούλα — η, Ν βλ. ρεμούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”